ἄνθρακ'

ἄνθρακ'
ἄνθρακα , ἄνθρα
masc acc sg
ἄνθρακι , ἄνθρα
masc dat sg
ἄνθρακε , ἄνθρα
masc nom/voc/acc dual
ἄνθρακα , ἄνθραξ
charcoal
masc acc sg
ἄνθρακι , ἄνθραξ
charcoal
masc dat sg
ἄνθρακε , ἄνθραξ
charcoal
masc nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • -ίας — επίθημα με μεγάλη παραγωγική δύναμη ήδη από την Αρχαία Ελληνική, που εμφανίζεται μέχρι σήμερα σε λ. με ποικιλία σημασιών. Ανάγεται σε ΙE * iyā και μαρτυρείται σε λίγες λ. ήδη στον Όμηρο, ενώ χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στην ιων. αττ. και στην Κοινή …   Dictionary of Greek

  • επανθρακίδες — ἐπανθρακίδες, αι (Α) τα ψάρια που ψήνονται πάνω σε κάρβουνα ή ψάρια για τηγάνισμα («ἡνίκ ἄν ἐπανθρακίδες ὦσι παρακείμεναι», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανθρακ ίδες «μικρά ψάρια που τρώγονται ψητά»] …   Dictionary of Greek

  • καλιούχος — α, ο αυτός που περιέχει κάλιον («καλιούχα λιπάσματα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλιο + ούχος (< έχω), πρβλ. ανθρακ ούχος, χλωρι ούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδωρο Αφεντούλη] …   Dictionary of Greek

  • καμινίτης — καμινίτης, ὁ (Α) (για άρτο) ψημένος σε φούρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμινος + κατάλ. ίτης (πρβλ. ανθρακ ίτης, κλιβαν ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • καπνίτις — καπνῑτις και καπνίτης, ἡ (Α) ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + ῖτις (πρβλ. ανθρακ ίτις, κεντρ ίτις). Το φυτό «καπνίτις» έλαβε αυτή την ονομασία είτε λόγω τού χρώματος τών φύλλων του είτε, πράγμα που φαίνεται λιγότερο πιθανό, επειδή ο χυμός… …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλωρυχείο — το ορυχείο κρυστάλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλος + ορυχείο (< ορύττω). Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. ανθρακ ωρυχείο, χρυσ ωρυχείο). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού… …   Dictionary of Greek

  • μηλίτις — μηλῑτις, ίτιδος, ἡ (Α) ονομασία ενός πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κατάλ. ῖτις (πρβλ. ανθρακ ίτις, μολυβδ ίτις)] …   Dictionary of Greek

  • μιλτωρύχος — μιλτωρύχος, ον (Α) αυτός που εξορύσσει μίλτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + ωρύχος (< ὀρύσσω), πρβλ. ανθρακ ωρύχος. Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • ομφακηρός — ὀμφακηρός, ά, όν (Α) 1. προορισμένος για τοποθέτηση ή φύλαξη ομφάκων, δηλ. άγουρων σταφυλιών («ἀγγεῑα ὀμφακηρά», Φιλάγρ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀμφακηρά στρογγυλό λαγήνι, προχόη, κανάτα οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμφαξ, ακος «άγουρο σταφύλι» + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • πυρκαϊά — η, ΝΜΑ, και πυρκαγιά Ν, και πυρκαιά και ιων. τ. πυρκαϊή και πυρκαά Α φωτιά που κατακαίει μεγάλη έκταση, που εκτείνεται σε μεγάλο χώρο («πυρκαγιά τού δάσους») αρχ. 1. ο τόπος τής νεκρικής πυράς 2. εμπρησμός, πυρπόληση 3. υπολείμματα φωτιάς 4. μτφ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”